ἐνθουσιαστικά

ἐνθουσιαστικά
ἐνθουσιαστικός
inspired
neut nom/voc/acc pl
ἐνθουσιαστικά̱ , ἐνθουσιαστικός
inspired
fem nom/voc/acc dual
ἐνθουσιαστικά̱ , ἐνθουσιαστικός
inspired
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐνθουσιαστικάς — ἐνθουσιαστικά̱ς , ἐνθουσιαστικός inspired fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρήτες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… …   Dictionary of Greek

  • ενθουσιαστικός — ή, ό (AM ἐνθουσιαστικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί ή εμπνέει ενθουσιασμό («τὰ μὲν ἠθικά, τὰ δὲ πρακτικὰ τὰ δ ἐνθουσιαστικὰ τιθέντες», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εμπνεύσεως ή ενθουσιασμού, εμπνευσμένος («ἐνθουσιαστική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”